ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μακρός–ά,-ό (φθόγγος) (ο) | long (sound) |
μακροπρόθεσμη μνήμη (η) | longterm memory / long-term memory (LTM) |
μακρολειτουργία (η) | macrofunction |
μακρογλωσσολογικός,-ή,-ό | macrolinguistic |
Μακρογλωσσολογία (η) | macrolinguistics |
Μακροπαράδειγμα (το) | macroparadigm |
Μακρορόλος (ο) | macro-role |
Μακροκοινωνιογλωσσολογία (η) | macrosociolinguistics |
μακροδομή (η) | macrostructure / macro-structure |
μακροθησαυρός (ο) | macrothesaurus |