ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ίαμβος (ο) iamb
ιαμβικός,-ή,-ό iambic
ιαμβικός πόδας (ο) iambic foot
ιαμβική αναστροφή (η) iambic reversal
Ιβηρική (η) (γλώσσα) Iberian
Ιβηρο-ρομανική (η) (γλώσσα) Ibero-Romance
ι­διω­μα­τι­κό­τη­τα (η) idiomaticness
ιαπετικός,-ή,-ό indoeuropean / Indo-European (IE)
Ιαπωνικά (τα) Japanese
ιατρική λεξικογραφία (η) medical lexicography