ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ηγούμενο στοιχείο (το), σημείο αναφοράς (το) | antecedent |
ηλεκτρίτης | electret |
ηλεκτροαερόμετρο | electroaerometer |
ηλεκτροαερομετρία | electroaerometry |
ηλεκτρογλωττιδογράφος (ο) (ΗΓΓ) | electroglottograph (EGG) |
ηλεκτροκυματoγράφημα (το) | electrokymograph |
ηθική δομή (η) | ethic construction |
Ηθική δοτική (η) | Ethic(al) dative |
ηγούμενος τόνος (ο) | leading tone |
ηγούμενο στοιχείο (το) | lexical antecedent |