ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μάθηση καθοδηγούμενη από δεδομένα (η) | data-driven learning |
μαθησιμότητα (η) | learnability |
μάθηση μέσω λήθης (η) | learning by forgetting |
μαθησιακή στρατηγική (η) | learning strategy |
μαζικός,-ή,-ό | mass |
μαζική σύγκριση (η) | mass comparison |
μαθηματική γλωσσολογία (η) | mathematical linguistics |
μαθηματική λογική (η) | mathematical logic |
μάθηση με νόημα (η) | meaningful learning |
μαθητοκεντρική μάθηση (η) | student-centred learning |