ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Καθολική Γραμματική (η) ug
καθολική βάση universal base
καθολική γραμματική universal grammar
Καθολικός αλεστής / καθολική αλεστική μηχανή (ο/η) universal grinder
καθολική συνθήκη της τοπικότητας universal locality condition
καθολική πρόταση (η) universal proposition
καθολική ποσοδεικτική ένδειξη (η) universal quantification
καθολικός ποσοδείκτης (ο) universal quantifier
καθολική σημασιολογία (η) universal semantics
καθολική μηχανή Τιούρινγκ (η) universal turing machine