ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καθοµιλουµένη των αγγλοφώνων αφροαµερικανών (η) | BEV |
καθομιλουμένη (ομιλία) (η) | colloquial speech |
καθομιλουμένη (η) (γλώσσα) | colloquialism |
καθομιλούμενη επαφής | contact vernacular |
καθομιλούμενη τεχνική γλώσσα (η) | jargon |
καθολικός-ή-ό, | universal |
Καθολικός-ή-ό, καθολική αρχή (η) | Universal |
καθολικός τελεστής (ο) | universal operator |
καθολικότητα | universality |
καθομιλουμένη (η), οικείο ύφος (το), κοινή (η) | vernacular |