ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καθοµιλουµένη των αγγλοφώνων αφροαµερικανών (η) BEV
καθομιλουμένη (ομιλία) (η) colloquial speech
καθομιλουμένη (η) (γλώσσα) colloquialism
καθομιλούμενη επαφής contact vernacular
καθομιλούμενη τεχνική γλώσσα (η) jargon
καθολικός-ή-ό, universal
Καθολικός-ή-ό, καθολική αρχή (η) Universal
καθολικός τελεστής (ο) universal operator
καθολικότητα universality
καθομιλουμένη (η), οικείο ύφος (το), κοινή (η) vernacular