ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καθορισμένο στοιχείο (το) actant
καθομιλουμένη των μαύρων / καθομιλουμένη των αγγλόφωνων αφροαμερικανών (η) African-American Vernacular English Black Vernacular English, Vernacular Black English, black English Vernacular, Afro-American English, Black English (BVE, BEV)
καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) Black English
καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) Black English vernacular
Καθομιλουμένηγλώσσα,Πρότυπηαγγλικήκαι colloquial language
καθορισμένη φθογγική μεταβολή (η) conditioned sound change
καθορισμένη παραλλαγή (η) conditioned variant
καθορισμός (ο) conditioning
καθυστερημένη αντιληπτική ανατροφοδότηση delayed auditory feedback
καθυστερημένη άφεση delayed release