ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καθορισμένο στοιχείο (το) | actant |
καθομιλουμένη των μαύρων / καθομιλουμένη των αγγλόφωνων αφροαμερικανών (η) | African-American Vernacular English Black Vernacular English, Vernacular Black English, black English Vernacular, Afro-American English, Black English (BVE, BEV) |
καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) | Black English |
καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) | Black English vernacular |
Καθομιλουμένηγλώσσα,Πρότυπηαγγλικήκαι | colloquial language |
καθορισμένη φθογγική μεταβολή (η) | conditioned sound change |
καθορισμένη παραλλαγή (η) | conditioned variant |
καθορισμός (ο) | conditioning |
καθυστερημένη αντιληπτική ανατροφοδότηση | delayed auditory feedback |
καθυστερημένη άφεση | delayed release |