ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κακο- | caco- |
| καθυστερημένος | delayed |
| καθυστέρηση χειρισμού (η) | handling delay |
| κακάπο | kakapo |
| Κάιοβα (η) (γλώσσα) | Kiowa |
| Κάιοβα-Τανοϊκή (η) (γλώσσα) | Kiowa–Tanoan |
| καθυστέρηση (η), χρονική υστέρηση (η), βράδυνση (η) | lag |
| καθυστρημένο υποκείμενο (το) | postponed subject |
| καθυστέρηση μετάδοσης | propagation delay |
| καθυστέρηση ηχηροποίησης | voicing lag |