ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κακομεταχείριση (η) | abuse |
κακομεταχειρίζομαι | abuse |
κακοέπεια (η) | cacoepy |
κακοφωνία (η) | cacophony |
Καλιφορνέζικα (τα) | Californian |
καλλιγραφία (η) | calligraphy |
καλυμμένο γόητρο | covert prestige |
Κακτσικέλ (η) (γλώσσα) | Kakchiquel |
Καλενζίν (η) (γλώσσα) | Kalenjin |
κακώσεις (οι) | lesions |