ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καθοδική | download |
Καθιστώντας Δυνατή τη Μηχανική Μειονοτικών Γλωσσών (το) (κόρπους) | Enabling Minority Language Engineering (EMILLE) Corpus |
καθιέρωση | establishment |
καθοδηγητική λέξη (η) | guidance word |
καθοδηγούμενη κατάκτηση (η) | instuctured / tutored acquisition |
καθοδηγητική ένδειξη (η) | lead |
καθοδικό / ανοδικό ημίφωνο (το) | off-/on-glide |
καθιερωμένος | standard |
καθιέρωση (η) | standardization |
καθοδηγητική ένδειξη ηχηροποίησης | voicing lead |