ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Καθαρό l (το), φατνιακό l (το) | clear l |
καθαρό πλευρικό (το) | clear lateral |
Καθαρεύουσα (η) | idiome |
Καθαρεύουσα (η) | katharevusa / Katharévusa / Katharevusa (opurist) Greek |
καθ' ύλην/υλική συνεπαγωγή (η) | material implication |
καθαρή | pure |
καθαρή δείξη (η) | pure deixis |
καθαρό φωνήεν(το) | pure vowel |
καθαρολογία (η) | purism |
καθαρολογικός-ή-ό | purist |