ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

260 results
Greek Term English Term
θελκτικός,-ή,-ό charmed
θέμα απόφασης decidability
θέμα (το) issue
θέμα (το) stem
θέμα (το) subject (S, sub, SUB, Subj, SUBL)
θεματικά λεξικά thematic dictionaries
θεματικές συναρτήσεις thematic functions
θεματικές σχέσεις thematic relations
θέμα (το) theme
θέμα (δομικό) (το), θέμα (το), συντακτικό θέμα (το) topic