ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εκτασιακός,-ή,-ό | extensional |
Εκτασιακός-ή-ό | extensional |
εκτατικός ορισμός | extensional definition |
εκτατική λογική (η) | extensional logic |
εκτατική ανάγνωση/ερμηνεία (η) | extensional reading |
εκτατικός,-ή,-ό | extensive |
Εκτατικός-ή-ό, εκτασιακός-ή-ό | extensive |
εκτατικό ρήμα | extensive verb |
εκτέλεση εργασιών (η) | performance of operations |
εκτέλεση πράξεων (η) | performance of operations |