ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εκτασιακός,-ή,-ό extensional
Εκτασιακός-ή-ό extensional
εκτατικός ορισμός extensional definition
εκτατική λογική (η) extensional logic
εκτατική ανάγνωση/ερμηνεία (η) extensional reading
εκτατικός,-ή,-ό extensive
Εκτατικός-ή-ό, εκτασιακός-ή-ό extensive
εκτατικό ρήμα extensive verb
εκτέλεση εργασιών (η) performance of operations
εκτέλεση πράξεων (η) performance of operations