ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εκπνευστικός,-ή,-ό egressive
εκπνευστικός φθόγγος egressive sound
έκπτωση ισοδύναμης ΟΦ equi NP deletion
έκπτωση ισοδύναμης ΟΦ equi-NP deletion
εκπνοή (η) expiration
εκπνοϊκό explosive
Έκταση (η), διεύρυνση (η), επέκταση (η) extension
έκταση / εκτασιακή σημασία (η) extensional meaning
έκταση (η) lengthening
έκταση ανοιχτής συλλαβής (η) open syllable lengthening