ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εκπλήρωση (η), κατόρθωμα (το) accomplishment
εκπληρώσεις (οι), κατορθώματα (τα) accomplishments
εκπνευστική ομάδα (η) breath group
εκπαιδευτική γλωσσολογία (η) educational linguistics
Εκπαιδευτική γλωσσολογία (η) / παιδαγωγική γλωσσολογία (η) educational linguistics / pedagogical linguistics
εκπνευστικοί φθόγγοι eggresive sounds
εκπνευστικός μηχανισμός του ρεύματος αέρα egressive airstream mechanism
εκπαιδευτική κάρτα (η) flashcard
εκπαιδευτικός teacher
εκπαίδευση του χρήστη (η) user education