ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

185 results
Greek Term English Term
ριζικός-ή-ό radical
ριζικές αρθρώσεις radical articulations
ριζικός γλωσσικός θάνατος radical language death
Ριζική γλώσσα προ-ντροπ (η) radical pro-drop
ριζικός υποχαρακτηρισμός radical underspecification
Ριζικός υποχαρακτηρισμός (ο) radical underspecification (RU)
Ριζικός-ή-ό radical, radix
ριζικό σύνθετο (το) root compound
ριζικός σχηματισμός root creation
ριζικό ουσιαστικό (το) root noun