Αγγλικός Όρος
root noun
Πηγή
Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
Όρος
ριζικό ουσιαστικό (το)
Πηγή
Γιώργος Παπαναστασίου (www.greek-language.gr/greekLang/studies/history/thema_13/05.html?mode=pdf)

feedback