ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πυρηνικός-ή-ό | core |
πυρηνικοί κανόνες (οι) | core rules |
πυρηνικός,-ή,-ό | kernel |
πυρηνική σημασία (η) | kernel meaning |
πυρηνικοί κανόνες (οι) | kernel rules |
πυρηνικό πεδίο /εμβέλεια (το/η) | Nuclear scope |
Πυρηνικός δυναμικός τόνος (ο) | Nuclear stress |
πυρηνικός τόνος (ο) | nuclear stress |
πυρηνική συλλαβή (η) | nuclear syllable |
πυρηνικός τόνος | tonic accent |