ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διευκρινιστής discriminator
διεύρεση πεδίου (η) domain extension
διευρυμένος,-η,-ο elaborated
διευρυμένος κώδικας elaborated code
διευρυμένη κλίση elaborated inflection
διευρυμένη μορφική εκπροσώπηση (η) extended exponence
διευρυμένος φραστικός δείκτης extended phrase-marker
διευρυμένη φραστική δομή extended phrase-structure
διευρυμένη προβολή (η) extended projection
διευρυμένη βασική θεωρία extended standard theory