ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διεπίπεδο (το) interface
Διεπίπεδο (το), διεπαφή (η), επίπεδο διεπαφής (το), επίπεδο διασύνδεσης (το) Interface
διεπίπεδο (το) interface level
διερμηνεία (η) interpreting
Διεπιπεδικοί κανόνες (οι) intralevel rules
διεργασία Markov (η) Markov process
διεργασία (η) process
διεργαστική διδασκαλία (η) processing instruction
διεργαστικός χρόνος (ο) processing time
διερμηνεία translation