ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διευθέτηση (η) arrangement
διεύθυνση (η) direction
διεύθυνση (η) direction
διευκόλυνση της άρθρωσης ease of articulation
Δίεση (η), αριθμόσημο (το), καγκελάκι (το) hash
δίεση (η) hash
δίεση / διπλός σταυρός (η/ο) hash mark / double cross
δίεση (η) hashmark
διερμήνευση (δεδομένων) (η) interpretation (of data)
διευθέτηση θεμάτων (η) subject arrangement