ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διευθέτηση (η) | arrangement |
διεύθυνση (η) | direction |
διεύθυνση (η) | direction |
διευκόλυνση της άρθρωσης | ease of articulation |
Δίεση (η), αριθμόσημο (το), καγκελάκι (το) | hash |
δίεση (η) | hash |
δίεση / διπλός σταυρός (η/ο) | hash mark / double cross |
δίεση (η) | hashmark |
διερμήνευση (δεδομένων) (η) | interpretation (of data) |
διευθέτηση θεμάτων (η) | subject arrangement |