ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διεξοδική σταθερή μερική διάταξη (η) | exhaustive constant partial ordering |
| διεξοδική κυριαρχία (η) | exhaustive domination |
| διεξοδικότητα (η) | exhaustiveness |
| διεπίδραση (η) | interaction |
| Διεπίδραση (η), αλληλεπίδραση (η) | interaction |
| διεπαφή (η) | interface |
| Διεθνής Φωνητικός Οργανισμός (ο) | International Phonetic Association (IPA) |
| διεθνισμός (ο) | internationalism |
| διεκπεραιωτικές δραστηριότητες | task-based approach |
| διέλευση από το μηδέν | zero crossing |