ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διεξοδική σταθερή μερική διάταξη (η) exhaustive constant partial ordering
διεξοδική κυριαρχία (η) exhaustive domination
διεξοδικότητα (η) exhaustiveness
διεπίδραση (η) interaction
Διεπίδραση (η), αλληλεπίδραση (η) interaction
διεπαφή (η) interface
Διεθνής Φωνητικός Οργανισμός (ο) International Phonetic Association (IPA)
διεθνισμός (ο) internationalism
διεκπεραιωτικές δραστηριότητες task-based approach
διέλευση από το μηδέν zero crossing