ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δικατευθυντικό δίγλωσσο λεξικό (το) bidirectional dictionary
δικόρυφη κατανομή (η) bimodal distribution
δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (το) copyright
δικαστική γλωσσολογία (η) forensic linguistics
Δικαστική γλωσσολογία (η), δικανική γλωσσολογία (η), εγκληματολογική γλωσσολογία (η) forensic linguistics
δικαστική φωνητική (η) forensic phonetics
Δικτυακή Αγγλική (η) network english
Δικτυακή Αγγλική (η) Network English
δικτυακή γραμματική (η) network grammar
διθέσιο κατηγόρημα (το) two-place predicate