ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δικατευθυντικό δίγλωσσο λεξικό (το) | bidirectional dictionary |
| δικόρυφη κατανομή (η) | bimodal distribution |
| δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (το) | copyright |
| δικαστική γλωσσολογία (η) | forensic linguistics |
| Δικαστική γλωσσολογία (η), δικανική γλωσσολογία (η), εγκληματολογική γλωσσολογία (η) | forensic linguistics |
| δικαστική φωνητική (η) | forensic phonetics |
| Δικτυακή Αγγλική (η) | network english |
| Δικτυακή Αγγλική (η) | Network English |
| δικτυακή γραμματική (η) | network grammar |
| διθέσιο κατηγόρημα (το) | two-place predicate |