ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διμετάβατος compound grapheme
διμετάβατος,-η,-ο ditransitive
Διμετάβατος-η-ο, δίπτωτος-η-ο ditransitive
διμετάβατη δομή (η) ditransitive construction
διμετάβατο ρήμα ditransitive verb
Δικτυωτό πλέγμα (το) lattice
δίκτυο τοπικής περιοχής (το) local area network
δικτυωτό πλέγμα νοητικών διαστημάτων (το) mental spaces lattice
δίκτυο-καθρέφτης (το) mirror network
δίκτυο συστημάτων (το) system network