ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διμετάβατος | compound grapheme |
| διμετάβατος,-η,-ο | ditransitive |
| Διμετάβατος-η-ο, δίπτωτος-η-ο | ditransitive |
| διμετάβατη δομή (η) | ditransitive construction |
| διμετάβατο ρήμα | ditransitive verb |
| Δικτυωτό πλέγμα (το) | lattice |
| δίκτυο τοπικής περιοχής (το) | local area network |
| δικτυωτό πλέγμα νοητικών διαστημάτων (το) | mental spaces lattice |
| δίκτυο-καθρέφτης (το) | mirror network |
| δίκτυο συστημάτων (το) | system network |