ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διορθωσιμότητα corrigibility
διπλά σύμφωνα Doppelkonsonanten
διπλά σύμφωνα Doppie
διοχετεύω drain
διπλά σύμφωνα (τα) geminates
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική γραμματική (η) remedial grammar
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική διδασκαλία remedial teaching
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική δράση remedial work
διορθωτικοί μηχανισμοί (οι) repair strategies
διορθωτής στυλ/ύφους (ο) style checker