ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διορθωσιμότητα | corrigibility |
διπλά σύμφωνα | Doppelkonsonanten |
διπλά σύμφωνα | Doppie |
διοχετεύω | drain |
διπλά σύμφωνα (τα) | geminates |
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική γραμματική (η) | remedial grammar |
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική διδασκαλία | remedial teaching |
διορθωτική/επανορθωτική/αντισταθμιστική/ενισχυτική δράση | remedial work |
διορθωτικοί μηχανισμοί (οι) | repair strategies |
διορθωτής στυλ/ύφους (ο) | style checker |