ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δυναμικότητα (η) capacity
δυνατότητα (η) capacity
δυσαρμονία (η) disharmony
δυναμικός,-η,-ο dynamic
δυναμισμός (ο) dynamism
δυσαρθρία dysarthria
δυσαρμονία (η) incongruity
δυνατότητα (η) possibility
δυνητική παύση (η) potential pause
δυνατότητα ανάστροφης αναζήτησης (η) reversivity