ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
χαμήλωση (η) lowering
Πιστός-ή-ό loyal
αφοσίωση (γλωσσική) (η) loyalty (language)
μέθοδος του Λοζάνοφ (η) Lozanov method
κανόνας ΓΠ (o) lp rule / LP rule
συντακτικός αναλυτής LR (o) lr parser
Γλώσσα για Συγκεκριμένους Σκοπούς (η) LSP
λεξικό Γλώσσας για Συγκεκριμένους Σκοπούς (το) LSP dictionary
λεξικογραφία Γλώσσας για Συγκεκριμένους Σκοπούς (η) LSP lexicography
Λιθουανικά (τα) LT