ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
χαμήλωση (η) | lowering |
Πιστός-ή-ό | loyal |
αφοσίωση (γλωσσική) (η) | loyalty (language) |
μέθοδος του Λοζάνοφ (η) | Lozanov method |
κανόνας ΓΠ (o) | lp rule / LP rule |
συντακτικός αναλυτής LR (o) | lr parser |
Γλώσσα για Συγκεκριμένους Σκοπούς (η) | LSP |
λεξικό Γλώσσας για Συγκεκριμένους Σκοπούς (το) | LSP dictionary |
λεξικογραφία Γλώσσας για Συγκεκριμένους Σκοπούς (η) | LSP lexicography |
Λιθουανικά (τα) | LT |