ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αθροιστής (ο) lumper
πνεύμονες (οι) lungs
Λούο (η) (γλώσσα) Luo
λουβική (η) Luvian
δάνειο πολυτελείας (το) luxury loan
Λεττονικά (τα) LV
λυκική (η) Lycian
λυδική (η) Lydian
νόμος του Λάιμαν (ο) Lyman’s Law
μέγιστη δομική επιβολή (η) m-command