ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απώλεια (η) | loss |
απώλεια (γλώσσας) (η) | loss (of language) |
απώλεια με αναπληρωματική έκταση (η) | loss with compensatory lengthening |
χωρίς απώλειες | loss-less |
μεγάφωνο (το) | loud speaker |
ακουστότητα (η) | loudness |
Διεθνής Βάση Δεδομένων Προφορικής Αγγλικής Διαγλώσσας του Λέουβεν (Lindsei) (η) | Louvain International Database of Spoken English Inter-language (Lindsei) |
χαμηλός,-ή,-ό | low |
χαμηλός τόνος (ο) | low accent |
χαμηλο χαρακτηριστικό (το) | low feature |