ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
απώλεια (η) loss
απώλεια (γλώσσας) (η) loss (of language)
απώλεια με αναπληρωματική έκταση (η) loss with compensatory lengthening
χωρίς απώλειες loss-less
μεγάφωνο (το) loud speaker
ακουστότητα (η) loudness
Διεθνής Βάση Δεδομένων Προφορικής Αγγλικής Διαγλώσσας του Λέουβεν (Lindsei) (η) Louvain International Database of Spoken English Inter-language (Lindsei)
χαμηλός,-ή,-ό low
χαμηλός τόνος (ο) low accent
χαμηλο χαρακτηριστικό (το) low feature