ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαχρονικός,-ή,-ό | longitudinal |
διαμήκης,-ης,-ες | longitudinal |
διαχρονικός-ή-ό, διαμήκης-ης-ες | longitudinal |
διαχρονική μέθοδος (η) | longitudinal method |
Δίκτυο Κόρπους Λόνγκμαν (το) | Longman Corpus Network |
Κόρπους Μαθητών Δεύτερης Γλώσσας Λόνγκμαν (το) | Longman Learners’ Corpus |
σύγκριση μεγάλης εμβέλειας (η) | long-range comparison |
ερευνητής μεγάλης εμβέλειας (ο) | long-ranger |
μακρόχρονη μνήμη (η) | longterm memory / long-term memory (LTM) |
μακροπρόθεσμη μνήμη (η) | longterm memory / long-term memory (LTM) |