ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διαχρονικός,-ή,-ό longitudinal
διαμήκης,-ης,-ες longitudinal
διαχρονικός-ή-ό, διαμήκης-ης-ες longitudinal
διαχρονική μέθοδος (η) longitudinal method
Δίκτυο Κόρπους Λόνγκμαν (το) Longman Corpus Network
Κόρπους Μαθητών Δεύτερης Γλώσσας Λόνγκμαν (το) Longman Learners’ Corpus
σύγκριση μεγάλης εμβέλειας (η) long-range comparison
ερευνητής μεγάλης εμβέλειας (ο) long-ranger
μακρόχρονη μνήμη (η) longterm memory / long-term memory (LTM)
μακροπρόθεσμη μνήμη (η) longterm memory / long-term memory (LTM)