ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λογοφορική αντωνυμία (η) | logophoric pronoun |
λογοφορικότητα (η) | logophoricity |
Λογκουντορεζική (η) (γλώσσα) | Logudorese |
φαινόμενο του Λόμπαρντ (το) | Lombard effect |
Κόρπους Λονδίνου-Λουντ (το) | London – Lund Corpus (LLC) |
Αγγλικά του Λονδίνου (τα) | London English |
Σχολή του Λονδίνου (η) | London School |
μακρός,-ά,-ό | long |
μακρόχρονος,-η,-ο | long |
μακρός–ά,-ό (φθόγγος) (ο) | long (sound) |