ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

284 results
Greek Term English Term
χαρακτηρισμένος,-η,-ο, marked
χαρακτηρισμένος/μαρκαρισμένος/σεσημασμένος τύπος (ο) marked form
χαρακτηρισμός (ο) markedness
χαρακτηρισμός (ο) marking
χαρακτηρισμός (ο) specification
χαρακτηρισμός (ο) label
χαρακτηρισμός (ο) mark
χαρακτηρισμός αξιολόγησης (ο) diaevaluative markedness
χαρακτηρισμός απόκλισης από την κοινή (ο) dianormative markedness
χαρακτηρισμός βαθμού ενσωμάτωσης (ο) diaintegrative markedness