ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

284 results
Greek Term English Term
χειλοδοντικά dentilabiale
χειλοϋπερωικά κλειστά (τα) labial velar stops
χειλικότητα (η) labiality
χειλοποίηση (η) labialization
χειλοδοντικος,-ή,-ό labiodental / labio-dental
χειλοδοντικό σύμφωνο (το) labio-dental consonant
χειλοδοντικοποίηση (η) labio-dentalization
χειλοδοντικοποιώ labio-dentalize
χειλοϋπερωικοποίηση (η) labio-velarization
χειλοϋπερωικοποιώ labio-velarize