ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φατνιακό κλειστό (το) alveolar stop
φατνιακή ρινική εκτόνωση (η) alveolar nasal plosion
φατνιακή ακρολοφία (η) alveolar ridge
φατνιακή ακρολοφία (η) alveolum
φατνιακά τριβόμενα (τα) alveolar fricatives
φατνιακά πλευρικά (τα) alveolar lateral
φατνία (τα) alveole
φατικός,-ή,-ό phatic
φατική πράξη (η) phatic act
φατική λειτουργία (η) phatic function