ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Πρωτόκοσμος (ο) | Proto-World |
πρωτόκολλο | protocol |
Πρωτοινδοευρωπαϊκή (η) (γλώσσα) | PIE |
πρωτόγονες γλώσσες (οι) | primitive languages |
πρωτογενής πηγή (η) | primary source |
πρωτογενής διάσπαση (η) | primary split |
Πρωτογενής απόκριση (η) | primary response |
πρωτογενή γλωσσικά δεδομένα (τα) | primary linguistic data |
πρωτογενές υλικό | source material |
πρωτογενές κατηγόρημα (το) | primitive predicate |