ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πτώση που δηλώνει διά μέσου κίνηση (η) | perlative |
πτώση φωνήεντος | vowel reduction |
πτωτικές καταλήξεις (οι) | case endings |
πτωτική ένδειξη | cue case |
πτωτική κυβέρνηση | case government |
πτωτικό φίλτρο (το) | case filter |
πτωτικοί ρόλοι/λειτουργικοί ρόλοι/ρόλοι του συμμετέχοντος/θεματικοί ρόλοι (οι) | case roles |
πτωτικός δείκτης (ο) | case marker |
πτωτικός προσδιορισμός (ο) | case qualification |
πτωτικός χαρακτηρισμός (ο) | case qualification |