ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

160 results
Greek Term English Term
Νεονορβηγική (η) (γλώσσα), "γλώσσα της υπαίθρου" (η) Landsmål
Νεπάλ NE
νεοφιρθιανός,-ή,-ό neo-Firthian
νεοχουμπολτιανισμός (ο) neo-Humboldtianism
νεολογιστική παραφασία (η) neologistic paraphasia
νεοόρος (ο) neoterm
Νεπάλ Nepali
νευρικές ίνες (οι) nerve fibers
νέος,-α,-ο new
Νεονορβηγική (η) (γλώσσα) Nynorsk