ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λογοκρισία (η) | censorship |
λογοκεντρικός,-ή,-ό | logocentric |
λογοκεντρισμός (ο) | logocentrism |
Λογογράφημα (το) | logograph |
λογογραφική γραφή (η) | logographic writing |
λογογραφία (η) | logography |
λογοπαίγνιο (το) | ludling |
λογοκλοπή (η) | plagiarism |
λογοθεραπευτής (ο), λογοπεδικός (ο) | speech and language therapist / speech therapist |
λογοθεραπεία (η) | speech therapy |