ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λογικός-ή-ό logical
λογικός τομέας (o) logical component
λογικός ορισμός (ο) logical definition
λογικός θετικισμός (ο) logical positivism
λογικός τύπος (ο) logical type
λογικοπροτασιακός ποσοδείκτης (ο) proposition quantifier
λογικοπροτασιακός propositional
λογικοπροτασιακός λογισμός (ο) propositional calculus
λογικοπροτασιακό περιεχόμενο (το) propositional content
λογικοπροτασιακό περιεχόμενο  propositional meaning