ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λόγος | discourse |
λόγος στη συνεπαγωγή κοινής λογικής | discourse in common sense entailment (DICE) |
λογοπαικτικός,-ή,-ό | ludic |
λογοπαικτικότητα (η) | ludicity |
Λογοπαίγνιο (το), περιπαικτικός λόγος (ο) | ludling |
λογοπαίγνιο (το) | paronomasia |
λογοπαίγνιο (το) | play on words |
λογοπαίγνιο (το) | pun |
λόγος | speech |
λόγος | speech and language |