ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προαιρετική ποικιλία, ελεύθερη ποικιλία (η) facultative variation
Έμφυτη γλωσσική ικανότητα (η) Faculty of language
μαρασμός fading
μειούμενη άρμοση fading juncture
Πίστη faith
Πιστότητα (η), συνέπεια (η) Faithfulness (faith)
ψευδές δίδυμο (το) fake geminate
πτώση fall
κατιών τόνος fall
υποχωρώ fallback