ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μέση-διάμεση πτώση (η) | factitive case |
μέσο-διάμεσο ρήμα (το) | factitive verb |
γεγονοτικός-ή-ό | factive |
γεγονοτικό κατηγόρημα (το) | factive predicate |
γεγονοτική προϋπόθεση | factive presupposition |
γεγονοτικότητα (η) | factivity |
ανάλυση σε παράγοντες | factor analysis |
Παραγοντική Τυπολογία (η) | Factorial typology |
παραγόντιση (η) | factorization |
πραγματική πληροφορία (η) | factual information |