ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προαιρετική ποικιλία, ελεύθερη ποικιλία (η) | facultative variation |
| Έμφυτη γλωσσική ικανότητα (η) | Faculty of language |
| μαρασμός | fading |
| μειούμενη άρμοση | fading juncture |
| Πίστη | faith |
| Πιστότητα (η), συνέπεια (η) | Faithfulness (faith) |
| ψευδές δίδυμο (το) | fake geminate |
| πτώση | fall |
| κατιών τόνος | fall |
| υποχωρώ | fallback |