ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
χαρακτηριστική λειτουργία (η) | characteristic function |
χαρακτηρίζω | characterize |
χαρακτηριστική χρήση (η) | charecteristic use |
χάρτης (ο) | chart |
χείρημα (το) | chereme |
Χερεμίς/Τσερεμίς (η) (γλώσσα) | Cheremis |
χειρολογία (η) | cherology |
χιασμός (ο) | chiasmus |
χιμπατζής τσιντσιλά (ο) | chinchilla |
χαρακτηριστικό επιλογής (το) | choice feature |