ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φατνιακή ακρολοφία (η) | alveolum |
φατνοουρανικός,-ή,-ό | alveolopalatal |
φατνιοουρανικός,-ή,-ό | alveolo-palatal |
φατνία (τα) | alveole |
φατνιακό πολυπαλλόμενο (το) | alveolar trill |
φατνιακό κλειστό (το) | alveolar stop |
φατνίο (το) | alveolar ridge |
φατνιακή ακρολοφία (η) | alveolar ridge |
φατνιακή ρινική εκτόνωση (η) | alveolar nasal plosion |
φατνιακά πλευρικά (τα) | alveolar lateral |