ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Φραγμός (ο), κλείσιμο (το) | closure |
φυγόκεντρος-ο | centrifugal |
φίλτρο πτώσης (το) | case filter |
φυλλομετρώ | browse |
φραγμός (ο) | barrier |
φράγμα (το), Φραγμός (ο) | barrier |
φράση άρθρου (η) | article phrase |
φαινομενική συγχώνευση (η) | apparentmerger |
φατνοουρανικός,-ή,-ό | alveopalatal |
φατνιακός-ή-ό | alveolus |