ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρεύμα αέρα (το) | airstream |
ρήμα ελέγχου (το) | control verb |
ρήμα ελέγχου (το) | equiverb |
ρευστό/ευμετάβλητο αμετάβατο (το) | fluid intransitive |
ρεπερτόριο κωδίκων (το) | repertoire of codes |
ρετρώνυμο (το) | retronym |
ρεπερτόριο ομιλίας (το) | speech repertoire |
ρήμα (το) | verb |
ρήμα δράσης (το) | verb of action |
ρήμα αλλαγής (το), μετασχηματιστικό ρήμα (το) | verb of change |