ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ραχιαιοϋπερωικός-ή-ό | dorso-palatal |
ράχη της γλώσσας | dorso |
ραχιαίος | dorsal |
Ραχιαίος-α-ο | dorsal |
ρηματικό παράγωγο (το) | deverbal |
ρήμα ελέγχου (το) | control verb |
ριπή (η) | burst |
ρήματα-γέφυρα (τα) | bridge verbs |
ρήμα-γέφυρα (το) | bridge verb |
ρίζα σημιτικών γλωσσών (η) | binyan |