ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πρωτογενές επιτελεστικό primary performative
Πρωτοβουλία Κωδικοποίησης Κειμένων (η) Text Encoding Initiative (TEI)
Πρωτοβουλία Κωδικοποίησης Κειμένων (η) TEI
πρωτο-τύπος (ο) proto form
πρωτο-σκηνή (η) proto-scene
Πρωτο-ρόλος (ο) proto-role
Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκός-ή-ό Proto-Indo-European(PIE)
πρωτο-γλώσσα proto-language
Πρωτο-Γερμανικός-ή-ό Proto-Germanic
Πρωτο-Αυστραλιανή (η) (γλώσσα) Proto-Australian