ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παθητικοποιώ | passivize |
παθητικοποίηση (η) | passivization |
παθητικό ρήμα (το) | passive verb |
παθητικό με un (το) | unpassive |
παθητικό λεξιλόγιο (το) | passive vocabulary |
παθητικό λεξικό (το) | receptive dictionary |
παθητικό λεξικό (το) | passive dictionary |
παθητική φωνή (η) | passive voice |
παθητική σύνταξη (η) | passive syntax |
παθητική πρόταση (η) | passive sentence |